- προωθώ
- προωθῶ, -έω, ΝΜΑωθώ, σπρώχνω προς τα εμπρόςνεοελλ.1. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να προοδεύσει, να προαχθεί, συντελώ στην ιεραρχική εξέλιξή του («υπάρχουν φήμες ότι τήν προωθεί ο διευθυντής της»)β) (σχετικά με ζητήματα, υποθέσεις) επισπεύδω την ευνοϊκή, συνήθως, εξέλιξη («ο υπουργός προώθησε τον διάλογο τών δύο χωρών»)2. μέσ. προωθούμαι, -έομαια) στρ. προελαύνω καταλαμβάνοντας νέες θέσεις προς την κατεύθυνση τού εχθρούβ) μτφ. i) (για πρόσ.) ανέρχομαι σε ανώτερη ιεραρχική κλίμακα, προάγομαι, προοδεύωii) (για υποθέσεις) προχωρώ προς ευνοϊκή λύσηαρχ.1. (κυρίως ως όρος παλαιστικός) ωθώ προς τα πίσω ή ωθώ μακριά, απωθώ («προωθεῑν ὀπίσω», Ιπποκρ.)2. φρ. «προωθῶ ἐμαυτὸν» — ορμώ προς τα εμπρός, εφορμώ.
Dictionary of Greek. 2013.